ευλίμενος

ευλίμενος
-η, -ο (Α εὐλίμενος, -ον)
αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο
(για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο τής Ελλάδας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐλίμενος — with good harbours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμενώτατον — εὐλίμενος with good harbours masc acc superl sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενον — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένους — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένῳ — εὐλίμενος with good harbours masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενα — εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενοι — εὐλίμενος with good harbours masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευλιμήν — εὐλιμήν, ένος και εὐλίμην, ενός, ὁ (Α) ο ευλίμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιμήν «λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • ευλιμενότης — εὐλιμενότης, ἡ (Α) [ευλίμενος] το να έχει μια χώρα καλά λιμάνια, το ευλίμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”